διχάζω — divide in two pres subj act 1st sg διχάζω divide in two pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχάζω — διχάζω, δίχασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διχάζω — δίχασα, διχάστηκα, διχασμένος 1. χωρίζω στα δύο: Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη. 2. μτφ., προκαλώ διχόνοια: Ο πόλεμος πάντα διχάζει τους ανθρώπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχάζῃ — διχάζω divide in two pres subj mp 2nd sg διχάζω divide in two pres ind mp 2nd sg διχάζω divide in two pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιχάζω — διχάζω εκ νέου, ξαναδιαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διχάζω. ΠΑΡ. αναδιχασμός] … Dictionary of Greek
διχαζομένων — διχάζω divide in two pres part mp fem gen pl διχάζω divide in two pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχαζόμενον — διχάζω divide in two pres part mp masc acc sg διχάζω divide in two pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχασθέντα — διχάζω divide in two aor part pass neut nom/voc/acc pl διχάζω divide in two aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχάζει — διχάζω divide in two pres ind mp 2nd sg διχάζω divide in two pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχάζον — διχάζω divide in two pres part act masc voc sg διχάζω divide in two pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)